Ο υπερηχογραφικός έλεγχος των μαστών είναι μία απεικονιστική μέθοδος που συμβάλλει σημαντικά στη διάγνωση των παθήσεων του μαστού.

Κατ’ αρχήν, λειτουργεί συμπληρωματικά στη μαστογραφία και βοηθά τον ειδικό να διευκρινίσει αν ένα εύρημα της μαστογραφίας είναι συμπαγές ή κυστικό. Επειδή είναι μια εξέταση που στερείται ακτινοβολίας, το υπερηχογράφημα μαστού χρησιμοποιείται και στα νεαρά κορίτσια ηλικίας 20-21 ετών και άνω, τα οποία δεν πρέπει να υποβληθούν σε μαστογραφία επειδή οι μαστοί είναι ευαίσθητοι στην ακτινοβολία και η διαγνωστική αξία της είναι χαμηλή, λόγω αυξημένης πυκνότητας του αδενικού ιστού.

Γίνεται επίσης στις εγκύους, ανεξάρτητα από το στάδιο της κυήσεως, για τον έλεγχο των μαστών όταν υπάρχει κάποιο ψηλαφητό εύρημα που χρήζει διερεύνησης.

 Ο υπερηχογραφικός έλεγχος βοηθά επίσης στην ανίχνευση μη ψηλαφητών βλαβών, δηλαδή βλαβών που είναι πολύ μικρού μεγέθους ή σε θέση η οποία δεν επιτρέπει την ανάδειξή τους με την κλινική εξέταση από τον γιατρό.

Το υπερηχογράφημα ανιχνεύει τέτοιου είδους βλάβες, μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί ταυτοχρόνως για κατευθυνόμενη βιοψία με βελόνα, κατά την οποία λαμβάνεται υλικό και γίνεται κυτταρολογική εξέταση ώστε να διαπιστωθεί τι ακριβώς συμβαίνει.

Τέλος, όταν υπάρχει ρύση από τη θηλή του μαστού και ειδικά αιματηρή, το υπερηχογράφημα συμβάλλει στην ανίχνευση ενδοπορικών αλλοιώσεων, δηλαδή αλλοιώσεων που εντοπίζονται μέσα σε γαλακτοφόρους πόρους.

Ο υπέρηχος μαστών πρέπει να γίνεται:

  • Σε πυκνούς μαστούς.
  • Όταν ανιχνεύεται, ύποπτη μαστογραφικά μάζα, μη ψηλαφητή.
  • Σε ψηλαφητή μάζα και Αναρχία ιστών.
  • Όταν υπάρχει βεβαρημένο οικογενειακό ιστορικό.

Σε ηλικίες κάτω των 30 ετών (για προληπτικό έλεγχο).